- πολυπόθεινος
- πολῠ-πόθεινος, ον,A much longed-for, i.e. regretted, Supp.Epigr.6.382 (Lycaonia, [comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυπόθεινος — ον, Α πάρα πολύ ποθητός, πολυπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποθεινός (< πόθος)] … Dictionary of Greek